υπουργημα

υπουργημα
    ὑπούργημα
    ὑπ-ούργημα
    -ατος τό услуга или помощь Her., Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υπουργημα" в других словарях:

  • ὑπούργημα — service done neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπούργημα — ήματος, το / ὑπούργημα, ΝΑ [ὑπουργῶ] νεοελλ. δημόσιο αξίωμα, κυρίως ανώτερη δημόσια θέση αρχ. εξυπηρέτηση, προσφορά …   Dictionary of Greek

  • υπούργημα — το, ατος ανώτερη δημόσια θέση, δημόσιο αξίωμα, οφίκιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπουργημάτων — ὑπούργημα service done neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπουργήμασιν — ὑπούργημα service done neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπουργήματα — ὑπούργημα service done neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπουργήματι — ὑπούργημα service done neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

  • υπουργηματικός — ή, όν, Α [ὑπούργημα, ατος] αυτός που αναφέρεται σε υπούργημα, σε εξυπηρέτηση …   Dictionary of Greek

  • αφορίζω — (AM ἀφορίζω) [ορίζω] αποκόπτω κάποιον πιστό από το σώμα της Εκκλησίας νεοελλ. Ι. (η μτχ. παθ. παρακμ.) αφορισμένος και αφορεσμένος, η, ο 1. αυτός που έχει αφοριστεί από τις εκκλησιαστικές αρχές 2. ο καταραμένος 3. αισχρός, διεστραμμένος αρχ. Ι.1 …   Dictionary of Greek

  • δημαρχία — η (AM δημαρχία) [δήμαρχος] το αξίωμα, το υπούργημα τού δημάρχου νεοελλ. 1. η άσκηση τού δημαρχικού αξιώματος 2. ο χρόνος τής δημαρχικής θητείας («επί τής δημαρχίας του») 3. το δημαρχείο αρχ. 1. η ρωμαϊκή δημαρχία, (tribunatus) 2. γεν. το αξίωμα 3 …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»